- διαβητόμετρο
- το(ιατρ.), όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας ζάχαρου στα ούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ιβόν, Πολ — (Paul Yvon, 1848 – 1913). Γάλλος φαρμακολόγος. Ασχολήθηκε με την επιστημονική έρευνα στη χημεία και ανακάλυψε την επίδραση του υποβρωμιώδους άλατος στην ουρία. Το 1878 κατασκεύασε ένα ουριόμετρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν επινόησε ένα… … Dictionary of Greek